- στοῖχοι
- στοῖχοςrow in an ascending seriesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Λάων — (3ος αι. π.Χ.). Ποιητής της Νέας Κωμωδίας. Διασώθηκαν μόνο μερικοί στοίχοι από την κωμωδία του Διαθήκαι … Dictionary of Greek